Μ. Γ. Μερακλής, Τραγωδία και λαϊκός πολιτισμός στην αρχαία Αθήνα,
Εκδοτικός οίκος Κ. & Μ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 2017
«Λαϊκός αφηγητής, λοιπόν, ο Ευριπίδης; Λαϊκός ποιητής; Ναι· αλλά, βέβαια, ιδιοφυής (το ίδιο ισχύει για τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή): και γιατί εκτίμησε τόσο υψηλά τον λαϊκό μύθο (γενικά: τον σύγχρονό του λαϊκό πολιτισμό) και γιατί μπόρεσε, βασιζόμενος και αφορμώμενος από αυτόν, να τον διαπλάσει, να τον διαμορφώσει έτσι, ώστε να τον καταστήσει (μιλώ για το σύνολο του έργου του), συγχρόνως, έργο υψηλής τέχνης»
Ο τίτλος τού παρόντος άρθρου είναι δανεισμένος από το τελευταίο προσώρας βιβλίο τού ομότιμου καθηγητή των Πανεπιστημίων Ιωαννίνων και Αθηνών Μιχάλη Μερακλή.
Ο συγγραφέας τού ανά χείρας τόμου και επί χρόνια τακτικός συνεργάτης του Ριζοσπάστη, γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1932 και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή τού ΕΚΠΑ και της Γοτίγγης της Γερμανίας, όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Το 1975 εξελέγη τακτικός καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, του οποίου διετέλεσε και Πρύτανης, ενώ από το 2002 είναι πρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας. Το 1995 του απονεμήθηκε το βραβείο Herder από το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
O Μιχάλης Μερακλής, ωστόσο, είναι πρωτίστως Δάσκαλος, καθώς έχει δείξει με το παράδειγμα του επαγγελματικού και προσωπικού του βίου πώς (συμπερι)φέρεται ένας αληθινά πνευματικός άνθρωπος: δεν αρνήθηκε ποτέ και σε κανέναν, φοιτητή, φοιτήτρια ή συνάδελφο, την βοήθεια και συμπαράστασή του, μαζί, βέβαια, με το φως τής δικής του αποκτημένης γνώσης και εμπειρίας. Παράλληλα, ποτέ δεν θεώρησε (αν και θα το εδικαιούτο) ότι υπερέχει σε επιστημονικό κύρος έναντι των εκάστοτε συνομιλητών του. Και αυτή η ταπεινότητα (η οποία, οπωσδήποτε, του επεφύλαξε κοινωνικές κυρώσεις από την πανταχού παρούσα και αείποτε θάλλουσα κακεντρέχεια) μαζί με το λειτούργημα του Δασκάλου, το οποίο εξακολουθεί να ασκεί, ως δεύτερη φύση πια, και από τη θέση του ομότιμου, αποτέλεσαν και αποτελούν το βασικό γνώρισμά του.
Ένα δείγμα των παραπάνω, ως απόσταγμα της εν γένει πολιτείας του, μας παρέχεται από τον «Πρόλογο» του εδώ παρουσιαζόμενου βιβλίου του:
«Στόχος τού βιβλίου είναι να κάνει γνωστό το αρχαίο δράμα (τους τρεις ποιητές: Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη) σ’ ένα κατά το δυνατόν ευρύτερο κοινό αναγνωστών, οι οποίοι ενδιαφέρονται οπωσδήποτε και για την πνευματική τους καλλιέργεια (το κοινό αυτό δεν το απαξίωσα ποτέ). Είναι γραμμένο με τρόπο, που να διευκολύνει τον επικοινωνιακό αυτόν στόχο. Το κείμενο δεν πνίγεται σε μεγάλον αριθμό παραπομπών (χωρίς βέβαια αυτές να απουσιάζουν), η γλώσσα αποφεύγει συστηματικά (και εκ πεποιθήσεως) τη δυσνόητη ή επιτηδευμένη φρασεολογία, μια κρυμμένη δήθεν (πίσω από ασάφειες και περίτεχνο λόγο) σοφία. Παράλληλα, η προσπάθειά μου είναι να εμπλουτίσω, όσο αυτό μου είναι δυνατό, τον ερμηνευτικό σχολιασμό των κλασικών αυτών έργων με περαιτέρω παρατηρήσεις που κάποτε είναι, ας μου επιτραπεί να πω, σε ικανό βαθμό πρωτότυπες».
Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι ο Μιχάλης Μερακλής, με το ανά χείρας βιβλίο, μας χαρίζει άλλη μία εύληπτη όσο και ερευνητικά πολύτιμη (βιωματική) ερμηνεία, παρόμοια όπως έχει πράξει και στο παρελθόν, μεταξύ άλλων, με τις Ωδές τού Ανδρέα Κάλβου, την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, την Αινειάδα του Βιργιλίου, την Οδύσσεια του Ομήρου, το Σατυρικόν τού Πετρώνιου.
«Κύριος σκοπός μου υπήρξε», συνεχίζει στον «Πρόλογό» του, «να δείξω πόσα οφείλουν οι μεγάλοι αυτοί ποιητές στον σύγχρονό τους λαϊκό πολιτισμό. Πέρα από τις γνωστές, βέβαια, οφειλές (και ωφέλειες) σ’ αυτόν (και από αυτόν), πέρα από την και θρησκευτικά ακόμα τότε ζώσα μυθολογία, άντλησαν από το σύνολο σχεδόν τής καθημερινής ζωής στην Αθήνα. […] Οι δοξασίες και τα ήθη συνιστούν, ακριβώς, την καθημερινότητα. […] Εντόπισα, λοιπόν, αφ’ ενός τα στοιχεία, με τα οποία σύνθεσαν οι τρεις ποιητές τις τραγωδίες και τα δράματά τους και, αφ’ ετέρου, – αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον και δύσκολο, – προσπάθησα να δείξω […] τον τρόπο, με τον οποίο τα χρησιμοποίησαν και τα διαμόρφωσαν, ώστε να αναχθεί η ίδια η ζωή σ’ ένα άλλο, υψηλότερο επίπεδο: της ποίησης».
Στο Πρώτο Μέρος τού (εξαιρετικού και εκτυπωτικά) τόμου, ο Μιχάλης Μερακλής συμπεριλαμβάνει από έναν ειδικά στοχευμένο ερμηνευτικό σχολιασμό για τα 32 από τα 33 συνολικά σωζόμενα έργα των τριών μεγάλων τραγικών. Επί παραδείγματι, στις παρατηρήσεις του για τις Ικέτιδες του Αισχύλου έχει δώσει τον υπότιτλο «Από το παραμύθι στο δράμα», καθώς εκεί στέκεται στην παλαιότερη υπόθεση του Γεώργιου Μέγα ότι ο μύθος των Δαναΐδων, στον οποίο βασίστηκαν οι Ικέτιδες του Αισχύλου, ήταν αρχικά ένα λαϊκό παραμύθι. Για την τεκμηρίωση της υπόθεσής του ο Μέγας είχε ακολουθήσει την μέθοδο προσέγγισης των «ηρωικών παραδόσεων» από τον Wilamowitz, σύμφωνα με τον οποίο συχνά μια τέτοια παράδοση ξεκινά από ένα παραμύθι ή μια νουβέλα· αυτόν τον τελευταίο όρο χρησιμοποιούν οι παραμυθιολόγοι για το είδος εκείνο της ρεαλιστικής αφήγησης που δεν περιέχει μαγικά – μυθικά στοιχεία, χωρίς, ωστόσο, να έχει και κανένα απολύτως ιστορικό περιεχόμενο. Πράγματι, ο Μερακλής καταλήγει ότι ο Αισχύλος αντλεί από την παραμυθιακή ύλη του λαού του. Στην περίπτωση της Αντιγόνης τού Σοφοκλή, αφού επισημάνει την έξοχη ηθική μορφή τής ηρωίδας, ο μελετητής στέκεται στο άλλο μείζον θέμα, δηλαδή, σε εκείνο τού «τυφλού όπτη», του τυφλού Τειρεσία, βασιζόμενος τόσο στην αντίληψη (βασισμένη, με την σειρά της, πιθανότατα στην λαϊκή βιοθεωρία) του Ηράκλειτου για το ηθικό νόημα της βαρβαρότητας, που αφορά στα πνεύματα τα οποία «δεν έχουν ασκηθεί στο να επεξεργάζονται λογικά και να αξιολογούν το υλικό των αισθήσεων», οπότε αυτές τούς είναι άχρηστες, όσο και στην λαϊκή (αρχαϊκή) εκδοχή που «έδινε στην αναπηρία (η τυφλότητα είναι αναπηρία) μιαν ιδιάζουσα, και πάντως όχι αρνητική θέση στην αξιολόγηση της ύπαρξης» – σε αυτό το σημείο ο συγγραφέας ανατρέχει και στα Μυθολογικά του Lévi–Strauss. Ως προς τις Τρωάδες τού Ευριπίδη, ο Μιχάλης Μερακλής, αφού σημειώσει ότι ο Ευριπίδης, ο κατ’ εξοχήν αντιπολεμικός τραγικός, «έκανε την Τροία γενικότερο σύμβολο μιας εις το διηνεκές επαναλαμβανόμενης στην Ιστορία αδικίας» (ας θυμηθούμε, αφ’ ενός, ότι το έργο διδάχθηκε λίγο πριν από την εκστρατεία των Αθηναίων στην Σικελία το 415 π.Χ. και, αφ’ ετέρου, ότι είχαν προηγηθεί οι φρικαλεότητες των Αθηναίων στην Μήλο το 416 π.Χ.), εστιάζει στο θέμα τού do ut des [σου δίνω για να μου δώσεις], δηλαδή, στην λαϊκή αντίληψη για την ανταποδοτικότητα στις σχέσεις του Θείου/ των θεών με τους θνητούς, θέμα το οποίο, πριν προσελκύσει την προσοχή τής θεολογικής σκέψης τού Ευριπίδη, είχε ήδη διαφανεί και στις προαναφερθείσες και εδώ Ικέτιδες του Αισχύλου. Ο μελετητής παρατηρεί ότι το ίδιο φαινόμενο μνημονεύεται στην Λαογραφία νηφαλιότερα, αλλά, ταυτόχρονα, τονίζει την εκείθεν πηγή όπως και την διαχρονική ισχύ του (παραπέμποντας στον Γεώργιο Μέγα): «Ο άνθρωπος του λαού δεν εννοεί τίποτε από την πνευματική εκείνη σχέση που πρέπει, σύμφωνα με το πνεύμα τής χριστιανικής πίστης, να έχει ο αληθινός χριστιανός με τον Θεό και τους Αγίους. Για τον λαϊκό άνθρωπο τη σχέση αυτή διέπει απλώς η αρχή do ut des, που είναι η βάση κάθε λαϊκής λατρείας».
Στο Δεύτερο Μέρος τού τόμου λημματογραφούνται μία σειρά από περισσότερο ή λιγότερο «περιφερειακά θέματα», από τα οποία αναφέρονται εδώ ενδεικτικά τα: ανιμισμός (παμψυχισμός), αυτοματισμός, εγκλεισμός, καταστερισμός, «μαλθουσιανισμός», Μπρεχτ – αποστασιοποίηση, Ουρία επιστολή, σκεπτικισμός, χρόνος. Στο λήμμα «γυναίκα», δε, ο μελετητής επισημαίνει ότι δια στόματος της λαϊκής τροφού στην Μήδεια ο Ευριπίδης εγκαινιάζει μια νέα ποίηση που θα ενδιαφερόταν και για τα αδικούμενα πλάσματα, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται οι γυναίκες. Ο τόμος ολοκληρώνεται με την καταγραφή τής εκτενούς, ελληνικής και ξένης, Βιβλιογραφίας και δικαιώνει, βέβαια, απολύτως την προλογική δήλωση του συγγραφέα του, ότι πρόκειται για μια διαφορετική ματιά πάνω στο αρχαίο δράμα, «όχι αποκλειστικά φιλολογική, αλλά συγκερασμένη με τη λαογραφική και εθνολογική παρατήρηση», γεγονός που μαρτυρεί αναντίρρητα για την πολύπτυχη όσο και γερά θεμελιωμένη επιστημονική σκευή και την κόποις κερδισμένη ανθρώπινη πείρα τού Μιχάλη Μερακλή.
Σταυρούλα Γ. Τσούπρου
Καθηγήτρια – Σύμβουλος στο ΕΑΠ